Ο Μάρτιος ξεκίνησε πολύ ευχάριστα και αισιόδοξα με ένα βιβλίο που "ρούφηξα" σε τρεις μέρες. Πραγματικά με άφησε απίστευτα χαρούμενη και ενθουσιασμένη. Είχα διαβάσει ένα ακόμα βιβλίο της συγγραφέως και είχα, επομένως μία άποψη γι' αυτήν, αλλά το "Σου χρωστάω χάρη", το ερωτεύτηκα.
Ειλικρινές, αθώο, ρομαντικό, αστείο, αληθινό, είναι λίγα από τα επίθετα που θα χρησιμοποιούσα, για να το χαρακτηρίσω, σε περίπτωση που θέλετε να σχηματίσετε μία άποψη ή να πάρετε μία γνώμη. Διαβάζεται ευχάριστα και γρήγορα ( όπως σας είπα διάβασα τις τετρακόσιες και κάτι σελίδες του σε τρεις μέρες) και σας δημιουργεί πολύ όμορφα συναισθήματα. Γενικά, δεν το βαρέθηκα στιγμή, έχει ελάχιστα το ύφος ημερολογίου αλλά είναι και κάπως σαν να βρισκόμαστε στο μυαλό της πρωταγωνίστριας, της Φίξι. Ο χαρακτήρας της είναι αφελής με έναν τρόπο, που σε κάνει να την αγαπήσεις από τη πρώτη στιγμή και εκεί που πιστεύεις ότι διαβάζεις απλά ένα βιβλίο, για να περάσει η ώρα σου, συνειδητοποιείς πως μόλις σου δίδαξε κάποια μαθήματα ζωής ή σε άφησε με μία όμορφη γεύση για το τι σημαίνει οικογένεια, έρωτας, ειλικρίνεια και αφοσίωση. Αυτή είναι η Kinsella στα βιβλία της και δεν θα μπορούσα παρά να τη θαυμάζω, όπως και τον τρόπο γραφής της, ο οποίος δεν είναι καθόλου κουραστικός. Αντίθετα απολαμβάνεις κάθε σελίδα και παρακολουθείς τα γεγονότα χωρίς καν να αντιληφθείς ότι διαβάζεις τρεις ώρες.
Λίγα λόγια:
Η Φίξι Φαρ έχει μεγαλώσει με το μότο του πατέρα της Πάνω απ’ όλα η οικογένεια. Αλλά από τότε που εκείνος πέθανε, τρέχει για όλα μόνο της στην οικογενειακή επιχείρηση, ενώ τα αδέλφια της τεμπελιάζουν.
Μια μέρα, σ’ ένα καφέ, ένας άγνωστος της ζητά να έχει για μια στιγμή τον νου της στο λάπτοπ του, κι εκείνη όχι μόνο το προσέχει, αλλά το σώζει από βέβαιη καταστροφή. Ο Σεμπ, όπως συστήνεται, για να δείξει την ευγνωμοσύνη του, της υπογράφει μια δήλωση ότι της χρωστάει χάρη. Η Φιξι το παίρνει στ’ αστεία∙ άλλωστε ποτέ δε θα του ζητούσε τίποτα. Σωστά;
Κάποια στιγμή, όμως, ξαναμπαίνει στη ζωή της ο παιδικός της έρωτας, ο Ράιαν, που έχει μείνει άνεργος. Τότε η Φίξι, που δεν ήθελε τίποτα για τον εαυτό της, ζητάει από τον Σεμπ να του δώσει μια δουλειά. Τώρα, λοιπόν, είναι πάτσι, αλλά σε λίγο πάλι κάτι συμβαίνει κι ο ένας χρωστάει χάρη στον άλλο, και πάει λέγοντας. Πώς θα τελειώσει, άραγε, όλο αυτό;