Ιφιγένεια Τέκου: Θάλασσες μας χώρισαν
12:19:00 μ.μ.
Ίσως είναι η πρώτη κριτική ελληνικού μυθιστορήματος που γράφω. Πως μία Ελληνίδα γράφει για πρώτη φορά για βιβλίο της χώρας της, θα σχολιάσει κάποιος. Θα σας εξηγήσω παρακάτω.
Στο συγκεκριμένο με "τράβηξε" η περίληψη, όπως πάντα σχεδόν, γιατί πίστευα πως έχει πιο ανάλαφρο περιεχόμενο σε σχέση με τα συνηθισμένα οικογενειακά δράματα που αφηγούνται τα περισσότερα ελληνικά βιβλία. Ωστόσο έκανα λάθος.
Όντως και αυτό εξιστορούσε τον γολγοθά μίας οικογένειας από τη Σύμη, στη Κωνσταντινούπολη, στην Αλεξάνδρεια και από εκεί ξανά στη Σύμη, στο μεταίχμιο σχεδόν του 20ου αιώνα. Δύο αδερφές που η σχέση τους ποτέ δεν ήταν αδερφική αναγκάζονται να φύγουν από τη Σύμη, με τους γονείς τους λόγω της Ιταλικής κατάκτησης και να πάνε στην Πόλη. Η ζωή εκεί είναι δύσκολη αρχικά, ωστόσο όλα βρίσκουν τον δρόμο τους. Παρόλ' αυτά το μαρτύριο ξεκινά όταν η μεγαλύτερη, η Παρασκευούλα, ερωτεύεται και παντρεύεται τον Παύλο από την Αλεξάνδρεια. Η μικρότερη αδερφή της, η Ελπίδα, απόμακρη από πάντα, ζήλευε την αδερφής της συνεχώς. Όμως μόλις αντικρίσει τον Παύλο τον ερωτεύεται παράφορα και αρρωστημένα. Το νεόνυμφο ζευγάρι φεύγει στην Αλεξάνδρεια και η Ελπίδα μένει και μαραζώνει στην Κωνσταντινούπολη με τους γονείς της. Εν τέλει παντρεύεται τον Παύλο που την αγαπάει μα αυτή μένει αφοσιωμένη στο πάθος της για τον Παύλο, κάτι που έμελλε να φέρει ένα τυφώνα από διαδοχικές συμφορές στην οικογένεια.
Μεγάλο μου παράπονο, οι συνεχόμενες σκηνές φορτισμένες με πόνο, συμπτώματα κατάθλιψης που φτάνουν σε σημείο αυτοκτονίας και δολοφονίας. Ο αναγνώστης ασφυκτιά αρκετές φορές και συχνά θεωρεί πως δεν υπάρχει ελπίδα, οι πρωταγωνιστές να λυτρωθούν. Οι ελάχιστες, ευτυχισμένες σκηνές καλύπτονται από το πέπλο της θλίψης και το βάρος ένοχων μυστικών. Δυστυχώς, στη σημερινή εποχή, δύσκολα θα βρεις μυθιστορήματα από Έλληνες συγγραφείς με αισιόδοξο περιεχόμενο. Επιστημονική φαντασία, φαντασία/ρομαντικό, ακόμα και κάποιο που να αφηγείται μία καθημερινή ιστορία που δημιουργεί στον αναγνώστη αισθήματα νοσταλγίας, θαλπωρής, χαράς και οποιοδήποτε άλλο θετικό συναίσθημα....δεν κυκλοφορεί κάτι τέτοιο από σημερινό συγγραφέα. Το περιεχόμενο που έχει κατακλύσει τούτα τα μυθιστορήματα είναι τα οικογενειακά δράματα με όλη τη σημασία της φράσης. Προδοσίες, θάνατοι, δολοφονίες αδερφών, καβγάδες για περιουσιακά στοιχεία, εμφάνιση εξαφανισμένων, οικογενειακών μελών και τα λοιπά. Κατά κάποιο τρόπο με θλίβει, μα επειδή παρατηρώ πως ξεφεύγει το άρθρο σε έκταση θα προχωρήσω στα θετικά του βιβλίου αυτού.
Οι τόποι που κυριαρχούν είναι τρεις: η Σύμη, η Αλεξάνδρεια και η Κωνσταντινούπολη. Πραγματικά υπέροχες περιγραφές που ζωντανεύουν μπροστά σου κάθε σημείο της κάθε πόλης. Στη Σύμη κυριαρχεί η απλότητα, η απεραντοσύνη του Αιγαίου, η μυρωδιά του φρέσκου ψαριού και τα σφουγγάρια. Οι πρωταγωνιστές είναι δεμένοι με το νησί και αυτό φαίνεται από τις αμέτρητες αναφορές.
Η Κωνσταντινούπολη αποκτά ξανά ζωή μέσω της συγγραφέως. Όλες οι αναφερόμενες περιοχές ξεχωρίζουν για δικό τους λόγο η καθεμία. Ο Βόσπορος, τα αρώματα των μπαχαρικών από τις αγορές, η συμπεριφορά των ανθρώπων, η πολυπολιτισμικότητα και το Ζάππειο Παρθεναγωγείο αποκτούν υπόσταση. Τέλος στην Αλεξάνδρεια η ζωή είναι διαφορετική. Επιβλητικές μονοκατοικίες με φοίνικες και την κόκκινη σκόνη της ερήμου να καλύπτει τα πάντα, πιο φτωχές περιοχές αλλά και τη σκιά του πολέμου με τους Άγγλους να αποτελεί κομμάτι της ιστορίας.
Εν κατακλείδι το μυθιστόρημα της Τέκου έχει πολύ όμορφα στοιχεία, ωστόσο το περιεχόμενο αποτελεί ελάχιστα κοινότοπο.
Λίγα λόγια:
Περίμενε, μη φεύγεις. Δεν σε κατηγορώ. Σκέψεις κάνω, προσπαθώντας να καταλάβω αν με αγάπησες ποτέ. Με αγάπησες; Την ένιωσα την αγάπη σου τόσες φορές να μ’ αγκαλιάζει σαν ζεστό πανωφόρι, δεν μπορεί να έκανα τόσο λάθος. Ίσως με αγάπησες διαφορετικά, με τον τρόπο τον δικό σου, ίσως να έπρεπε να δεχτώ αυτό το είδος έρωτα που μου πρόσφερες και να μην ψάχνω κάτι περισσότερο.
Δύο αδελφές, η Παρασκευούλα και η Ελπίδα, βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση από τα παιδικά τους χρόνια. Η μία όμορφη, λαμπερή, πάντα να κλέβει τις εντυπώσεις, η άλλη χαμηλών τόνων και εσωστρεφής, περνά απαρατήρητη. Το πένθος που θα ξεσπάσει στην οικογένειά τους, σε συνδυασμό με την ιταλική κατοχή στη Σύμη, θα τις οδηγήσει στην Κωνσταντινούπολη. Για μια στιγμή θα έρθουν κοντά, αλλά σύντομα ο ανταγωνισμός τους θα αναζωπυρωθεί. Η Παρασκευούλα θα γνωρίσει τον Παύλο και θα αγαπηθούν ολοκληρωτικά. Το ζευγάρι θα μετακομίσει στην Αλεξάνδρεια, ενώ η Ελπίδα θα βρεθεί παράφορα ερωτευμένη με τον άντρα της αδελφής της. Θα προσπαθήσει να ξεχαστεί σε μια τακτοποιημένη ζωή, όπου θα αγαπηθεί αλλά δεν θα αγαπήσει, καθώς το μυαλό της θα ταξιδεύει συνεχώς στον Παύλο, και στη φαντασία της θα βιώνει τον απόλυτο έρωτα μαζί του. Η μοίρα όμως, μέσα από συμβάντα σημαδεμένα με τρέλα, απόρριψη, καταπιεσμένους πόθους, καταστροφικά αισθήματα, θα μπλέξει τις ζωές τους σε ένα κουβάρι, και στο τέλος θα τις ξεβράσει σε μια θάλασσα δακρύων και τύψεων, με την ανάγκη για συγχώρεση αμοιβαία, προκειμένου να αντέξουν το βάρος των πράξεών τους.
Στο συγκεκριμένο με "τράβηξε" η περίληψη, όπως πάντα σχεδόν, γιατί πίστευα πως έχει πιο ανάλαφρο περιεχόμενο σε σχέση με τα συνηθισμένα οικογενειακά δράματα που αφηγούνται τα περισσότερα ελληνικά βιβλία. Ωστόσο έκανα λάθος.
Όντως και αυτό εξιστορούσε τον γολγοθά μίας οικογένειας από τη Σύμη, στη Κωνσταντινούπολη, στην Αλεξάνδρεια και από εκεί ξανά στη Σύμη, στο μεταίχμιο σχεδόν του 20ου αιώνα. Δύο αδερφές που η σχέση τους ποτέ δεν ήταν αδερφική αναγκάζονται να φύγουν από τη Σύμη, με τους γονείς τους λόγω της Ιταλικής κατάκτησης και να πάνε στην Πόλη. Η ζωή εκεί είναι δύσκολη αρχικά, ωστόσο όλα βρίσκουν τον δρόμο τους. Παρόλ' αυτά το μαρτύριο ξεκινά όταν η μεγαλύτερη, η Παρασκευούλα, ερωτεύεται και παντρεύεται τον Παύλο από την Αλεξάνδρεια. Η μικρότερη αδερφή της, η Ελπίδα, απόμακρη από πάντα, ζήλευε την αδερφής της συνεχώς. Όμως μόλις αντικρίσει τον Παύλο τον ερωτεύεται παράφορα και αρρωστημένα. Το νεόνυμφο ζευγάρι φεύγει στην Αλεξάνδρεια και η Ελπίδα μένει και μαραζώνει στην Κωνσταντινούπολη με τους γονείς της. Εν τέλει παντρεύεται τον Παύλο που την αγαπάει μα αυτή μένει αφοσιωμένη στο πάθος της για τον Παύλο, κάτι που έμελλε να φέρει ένα τυφώνα από διαδοχικές συμφορές στην οικογένεια.
Μεγάλο μου παράπονο, οι συνεχόμενες σκηνές φορτισμένες με πόνο, συμπτώματα κατάθλιψης που φτάνουν σε σημείο αυτοκτονίας και δολοφονίας. Ο αναγνώστης ασφυκτιά αρκετές φορές και συχνά θεωρεί πως δεν υπάρχει ελπίδα, οι πρωταγωνιστές να λυτρωθούν. Οι ελάχιστες, ευτυχισμένες σκηνές καλύπτονται από το πέπλο της θλίψης και το βάρος ένοχων μυστικών. Δυστυχώς, στη σημερινή εποχή, δύσκολα θα βρεις μυθιστορήματα από Έλληνες συγγραφείς με αισιόδοξο περιεχόμενο. Επιστημονική φαντασία, φαντασία/ρομαντικό, ακόμα και κάποιο που να αφηγείται μία καθημερινή ιστορία που δημιουργεί στον αναγνώστη αισθήματα νοσταλγίας, θαλπωρής, χαράς και οποιοδήποτε άλλο θετικό συναίσθημα....δεν κυκλοφορεί κάτι τέτοιο από σημερινό συγγραφέα. Το περιεχόμενο που έχει κατακλύσει τούτα τα μυθιστορήματα είναι τα οικογενειακά δράματα με όλη τη σημασία της φράσης. Προδοσίες, θάνατοι, δολοφονίες αδερφών, καβγάδες για περιουσιακά στοιχεία, εμφάνιση εξαφανισμένων, οικογενειακών μελών και τα λοιπά. Κατά κάποιο τρόπο με θλίβει, μα επειδή παρατηρώ πως ξεφεύγει το άρθρο σε έκταση θα προχωρήσω στα θετικά του βιβλίου αυτού.
Οι τόποι που κυριαρχούν είναι τρεις: η Σύμη, η Αλεξάνδρεια και η Κωνσταντινούπολη. Πραγματικά υπέροχες περιγραφές που ζωντανεύουν μπροστά σου κάθε σημείο της κάθε πόλης. Στη Σύμη κυριαρχεί η απλότητα, η απεραντοσύνη του Αιγαίου, η μυρωδιά του φρέσκου ψαριού και τα σφουγγάρια. Οι πρωταγωνιστές είναι δεμένοι με το νησί και αυτό φαίνεται από τις αμέτρητες αναφορές.
Η Κωνσταντινούπολη αποκτά ξανά ζωή μέσω της συγγραφέως. Όλες οι αναφερόμενες περιοχές ξεχωρίζουν για δικό τους λόγο η καθεμία. Ο Βόσπορος, τα αρώματα των μπαχαρικών από τις αγορές, η συμπεριφορά των ανθρώπων, η πολυπολιτισμικότητα και το Ζάππειο Παρθεναγωγείο αποκτούν υπόσταση. Τέλος στην Αλεξάνδρεια η ζωή είναι διαφορετική. Επιβλητικές μονοκατοικίες με φοίνικες και την κόκκινη σκόνη της ερήμου να καλύπτει τα πάντα, πιο φτωχές περιοχές αλλά και τη σκιά του πολέμου με τους Άγγλους να αποτελεί κομμάτι της ιστορίας.
Εν κατακλείδι το μυθιστόρημα της Τέκου έχει πολύ όμορφα στοιχεία, ωστόσο το περιεχόμενο αποτελεί ελάχιστα κοινότοπο.
Λίγα λόγια:
Περίμενε, μη φεύγεις. Δεν σε κατηγορώ. Σκέψεις κάνω, προσπαθώντας να καταλάβω αν με αγάπησες ποτέ. Με αγάπησες; Την ένιωσα την αγάπη σου τόσες φορές να μ’ αγκαλιάζει σαν ζεστό πανωφόρι, δεν μπορεί να έκανα τόσο λάθος. Ίσως με αγάπησες διαφορετικά, με τον τρόπο τον δικό σου, ίσως να έπρεπε να δεχτώ αυτό το είδος έρωτα που μου πρόσφερες και να μην ψάχνω κάτι περισσότερο.
Δύο αδελφές, η Παρασκευούλα και η Ελπίδα, βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση από τα παιδικά τους χρόνια. Η μία όμορφη, λαμπερή, πάντα να κλέβει τις εντυπώσεις, η άλλη χαμηλών τόνων και εσωστρεφής, περνά απαρατήρητη. Το πένθος που θα ξεσπάσει στην οικογένειά τους, σε συνδυασμό με την ιταλική κατοχή στη Σύμη, θα τις οδηγήσει στην Κωνσταντινούπολη. Για μια στιγμή θα έρθουν κοντά, αλλά σύντομα ο ανταγωνισμός τους θα αναζωπυρωθεί. Η Παρασκευούλα θα γνωρίσει τον Παύλο και θα αγαπηθούν ολοκληρωτικά. Το ζευγάρι θα μετακομίσει στην Αλεξάνδρεια, ενώ η Ελπίδα θα βρεθεί παράφορα ερωτευμένη με τον άντρα της αδελφής της. Θα προσπαθήσει να ξεχαστεί σε μια τακτοποιημένη ζωή, όπου θα αγαπηθεί αλλά δεν θα αγαπήσει, καθώς το μυαλό της θα ταξιδεύει συνεχώς στον Παύλο, και στη φαντασία της θα βιώνει τον απόλυτο έρωτα μαζί του. Η μοίρα όμως, μέσα από συμβάντα σημαδεμένα με τρέλα, απόρριψη, καταπιεσμένους πόθους, καταστροφικά αισθήματα, θα μπλέξει τις ζωές τους σε ένα κουβάρι, και στο τέλος θα τις ξεβράσει σε μια θάλασσα δακρύων και τύψεων, με την ανάγκη για συγχώρεση αμοιβαία, προκειμένου να αντέξουν το βάρος των πράξεών τους.
0 σχόλια