Ιστορίες γεμάτες νόημα
11:52:00 π.μ.
Σας έχει τύχει να διαβάσετε κάτι και απλώς να νιώσατε πως υπάρχει κάτι βαθύτερο; Κι όμως μπορεί να υπάρχει. Πολλά παλιά και σημερινά βιβλία εξιστορούν οτιδήποτε σαν κάτι φυσικό χωρίς όμως να έχει απαραίτητα μόνο μία διάσταση αυτό που θέλουν να προβάλλουν. Μέσα σε μία ιστορία η κάθε πρόταση μπορεί να παρουσιάζει μια αλήθεια που μας βγάζει σε ένα αποτέλεσμα για τη ζωή, τις σχέσεις και συγχρόνως μας διδάσκει, όπως οι παρακάτω.
Χόρχε Μπουκάι – Ο τρομερός εχθρός
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα βασίλειο μακρινό και απομονωμένο, ήταν ένας βασιλιάς που του άρεσε πολύ η δύναμη της εξουσίας. Όμως, δεν μπορούσε να ικανοποιήσει αυτό το πάθος απλώς και μόνο κατέχοντάς την. Είχε και την ανάγκη να του το αναγνωρίζει και όλος ο κόσμος.
Έτσι, είχε πάρα πολλούς αυλικούς, υπηρέτες και συμβούλους τους οποίους ρωτούσε κάθε μέρα πόσο δυνατός είναι.
Απαράλλαχτα, όλοι του απαντούσαν: «Μεγαλειότατε, είσαι πολύ δυνατός, αλλά ξέρεις ότι ο μάγος έχει μια δύναμη που κανένας άλλος δεν κατέχει. Αυτός, γνωρίζει το μέλλον».
Εκείνη την εποχή, αλχημιστές, φιλοσόφους, στοχαστές, ιερείς και αποκρυφιστές τους αποκαλούσαν, γενικεύοντας, «μάγους».
Ο βασιλιάς ζήλευε πολύ το μάγο του βασιλείου, ο οποίος όχι μόνο είχε τη φήμη ανθρώπου καλού και γενναιόδωρου, αλλά και αγαπητού στο λαό που τον θαύμαζε και γιόρταζε που υπήρχε αυτός ο άνθρωπος και ζούσε εκεί.Δεν έλεγαν τα ίδια και για τον βασιλιά.Ίσως επειδή είχε ανάγκη να αποδεικνύει συνεχώς ότι αυτός κυβερνούσε, ο βασιλιάς δεν ήταν ούτε δίκαιος ούτε ανιδιοτελής, και ακόμα λιγότερο καλός και ευγενικός.
Μια μέρα, κουρασμένος να ακούει τον κόσμο να του λέει πόσο δυνατός και αγαπητός ήταν ο μάγος, ή υποκινούμενος από αυτό το κουβάρι ζήλειας και φόβου που προκαλεί ο φθόνος, ο βασιλιάς κατέστρωσε ένα σχέδιο: θα οργάνωνε μια μεγάλη γιορτή στην οποία θα προσκαλούσε το μάγο. Μετά το δείπνο, θα ζητούσε την προσοχή όλων. Θα καλούσε το μάγο στο κέντρο της αίθουσας και, μπροστά στους αυλικούς, θα τον ρωτούσε αν ήταν αλήθεια ότι ήξερε να διαβάζει το μέλλον. Ο καλεσμένος θα είχε δύο επιλογές: ή να πει όχι, διαψεύδοντας έτσι το θαυμασμό των υπολοίπων, ή να πει ναι, επιβεβαιώνοντας την αιτία της φήμης του. Τότε, θα του ζητούσε να πει ποια ημερομηνία επρόκειτο να πεθάνει ο μάγος του βασιλείου. Αυτός θα έδινε μια απάντηση, μια οποιαδήποτε μέρα — δεν είχε σημασία ποια. Ο βασιλιάς σχεδίαζε να τραβήξει το σπαθί του και να τον σκοτώσει την ίδια εκείνη στιγμή. Έτσι, θα κατάφερνε δύο πράγματα με ένα μόνο χτύπημα: το πρώτο, να απαλλαγεί από τον εχθρό του για πάντα, το δεύτερο, να αποδείξει ότι ο μάγος δεν είχε μπορέσει να δει το μέλλον, μιας και θα είχε κάνει λάθος στην πρόβλεψή του. Σε μία μόνο νύχτα θα τελείωναν ο μάγος και ο μύθος των δυνάμεών του...
Οι προετοιμασίες ξεκίνησαν αμέσως, και πολύ γρήγορα έφτασε η μέρα της γιορτής.
Μετά από ένα μεγάλο δείπνο, ο βασιλιάς έφερε τον μάγο στο κέντρο και του μίλησε:
«Είναι αλήθεια ότι μπορείς να διαβάζεις το μέλλον;»
«Λίγο, είπε ο μάγος.»
«Και μπορείς να διαβάσεις και το δικό σου μέλλον;»
«Λίγο, είπε ο μάγος.»
«Τότε, θέλω να μου το αποδείξεις» συνέχισε ο βασιλιάς. «Ποια μέρα θα πεθάνεις; Ποια είναι η ημερομηνία του θανάτου σου;» Ο μάγος χαμογέλασε, τον κοίταξε στα μάτια και δεν απάντησε.
«Τι έγινε μάγε;» είπε ο βασιλιάς χαμογελώντας. «Δεν το ξέρεις; Δεν είναι αλήθεια ότι μπορείς να διαβάζεις το μέλλον;»
«Δεν είναι αυτό...» απάντησε ο μάγος, «αλλά αυτό που ξέρω δεν τολμώ να σου το πω.»
«Τι σημαίνει δεν τολμάς;» είπε ο βασιλιάς. «Είμαι ανώτερος σου και σε διατάζω να μου το πεις. Πρέπει να καταλάβεις ότι είναι πολύ σημαντικό για το βασίλειο να ξέρουμε πότε θα χάσουμε τις πιο εξέχουσες προσωπικότητές μας. Απάντησέ μου λοιπόν. Πότε θα πεθάνει ο μάγος του βασιλείου;»
Μετά από μια γεμάτη ένταση σιωπή, ο μάγος τον κοίταξε και είπε:
«Δεν μπορώ να σου πω ακριβώς την ημερομηνία, αλλά ξέρω ότι ο μάγος θα πεθάνει ακριβώς μία μέρα πριν το βασιλιά.»
Για λίγες στιγμές, ο χρόνος πάγωσε. Ένας ψίθυρος απλώθηκε ανάμεσα στους καλεσμένους.Ο βασιλιάς πάντα έλεγε ότι δεν πίστευε ούτε σε μάγους ούτε σε προφητείες, αλλά το σίγουρο είναι ότι δεν τόλμησε να σκοτώσει το μάγο. Αργά, ο άρχοντας κατέβασε τα χέρια κι έμεινε σιωπηλός.Οι σκέψεις στριμώχνονταν στο κεφάλι του. Συνειδητοποίησε ότι είχε κάνει λάθος. Το μίσος του είχε γίνει ο χειρότερος σύμβουλος.
«Μεγαλειότατε, χλόμιασες. Τι σου συμβαίνει; ρώτησε ο καλεσμένος.»
«Αισθάνομαι άσχημα» απάντησε ο μονάρχης. «Θα πάω στο δωμάτιό μου. Σε ευχαριστώ που ήρθες...»
Και με μια αόριστη χειρονομία, στράφηκε σιωπηλός και κατευθύνθηκε προς τα διαμερίσματά του.
Σκέφτηκε πως ο μάγος ήταν έξυπνος. Είχε δώσει την μοναδική απάντηση που μπορούσε να αποτρέψει το θάνατό του. Άραγε, να είχε μαντέψει το θάνατό του; Η πρόβλεψη δεν μπορούσε να είναι αληθινή. Αλλά, κι αν ήταν; Ένιωθε μπερδεμένος και ζαλισμένος...
Ο βασιλιάς επέστρεψε και είπε με βροντερή φωνή:
«Μάγε, είσαι διάσημος στο βασίλειο για τη σοφία σου. Σε παρακαλώ να περάσεις αυτή τη νύχτα στο παλάτι, γιατί πρέπει να σε συμβουλευτώ το πρωί πριν πάρω κάποιες βασιλικές αποφάσεις.»
«Μεγαλειότατε! Θα είναι μεγάλη μου τιμή...» είπε ο καλεσμένος υποκλινόμενος.
Ο βασιλιάς διέταξε τους προσωπικούς του φρουρούς να συνοδεύσουν το μάγο μέχρι τα δωμάτια των καλεσμένων του παλατιού και να επιτηρούν την πόρτα του σιγουρεύοντας ότι δεν θα του συνέβαινε τίποτα.
Εκείνη τη νύχτα ο βασιλιάς δεν μπόρεσε να αποκοιμηθεί. Ήταν πολύ ανήσυχος, σκεφτόταν τι θα συνέβαινε αν του μάγου του είχε κάτσει άσχημα το φαγητό, ή αν πάθαινε κάποιο ατύχημα κατά τη διάρκεια της νύχτας, ή αν, απλώς, είχε έρθει η ώρα του.
Πολύ νωρίς το πρωί, ο βασιλιάς χτύπησε την πόρτα του καλεσμένου του. Ποτέ στη ζωή του δεν του είχε περάσει η σκέψη να συμβουλευτεί κάποιον πριν πάρει τις αποφάσεις του, αλλά αυτή τη φορά, αμέσως μόλις ο μάγος τον δέχτηκε, έκανε μια ερώτηση, καθώς χρειαζόταν μια δικαιολογία. Και ο μάγος, που ήταν σοφός, του έδωσε μια απάντηση σωστή, δημιουργική και δίκαιη.
Ο βασιλιάς, σχεδόν χωρίς να ακούσει την απάντηση, επαίνεσε τον φιλοξενούμενο του για την ευφυΐα του και του ζήτησε να κάτσει μια μέρα παραπάνω, υποτίθεται για να τον «συμβουλευτεί» για κάποιο άλλο ζήτημα...
Ο μάγος, ο οποίος απολάμβανε την ελευθερία που μόνο οι φωτισμένοι κατακτούν, δέχτηκε.
Από τότε και κάθε μέρα, το πρωί ή το βράδυ, ο βασιλιάς πήγαινε μέχρι τα δωμάτια του μάγου για να τον συμβουλευτεί και να τον δεσμεύσει για μια νέα συμβουλή την επόμενη μέρα.
Δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι ο βασιλιάς να αντιληφθεί ότι οι προτροπές του καινούργιου του συμβούλου ήταν πάντα σωστές, και κατέληξε, σχεδόν χωρίς να το καταλάβει, να τις υπολογίζει σε κάθε μια από τις αποφάσεις του.
Πέρασαν οι μήνες, και μετά τα χρόνια.
Και, όπως πάντα, κοντά σε αυτόν που ξέρει, μαθαίνει κι αυτός που δεν ξέρει.
Έτσι κι έγινε. Σιγά σιγά, ο βασιλιάς γινόταν όλο και πιο δίκαιος.
Δεν ήταν πια ούτε δεσποτικός ούτε αυταρχικός. Δεν είχε πια την ανάγκη να αισθάνεται δυνατός, και μάλλον γι’ αυτό δεν είχε και την ανάγκη να επιδεικνύει τη δύναμή του.
Άρχισε να καταλαβαίνει ότι και η ταπεινοφροσύνη μπορούσε να έχει πλεονεκτήματα.
Άρχισε να κυβερνά με περισσότερη σοφία και γενναιοδωρία.
Έτσι έγινε, κι ο λαός του άρχισε να τον αγαπά όπως δεν τον είχε αγαπήσει ποτέ πριν.
Ο βασιλιάς δεν πήγαινε πια να δει τον μάγο για να ρωτήσει για την υγεία του, μα για να μάθει, να μοιραστεί μια απόφαση, ή απλώς για να κουβεντιάσει.
Ο βασιλιάς και ο μάγος κατέληξαν να γίνουν επιστήθιοι φίλοι.
Μέχρι που, μια μέρα, πάνω από τέσσερα χρόνια μετά από εκείνο το δείπνο, χωρίς να υπάρξει κανένα κίνητρο, ο βασιλιάς θυμήθηκε.
Θυμήθηκε πως αυτός ο άνθρωπος, που τώρα θεωρούσε τον καλύτερό του φίλο, είχε υπάρξει μισητός εχθρός του.
Θυμήθηκε το σχέδιο που είχε οργανώσει για να τον σκοτώσει.
Και συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει να κρατάει αυτό το μυστικό χωρίς να αισθάνεται υποκριτής.
Ο βασιλιάς μάζεψε το κουράγιο του και πήγε μέχρι το δωμάτιο του μάγου. Χτύπησε την πόρτα και, μόλις μπήκε, είπε:
«Αδελφέ μου, έχω κάτι να σου πω που μου βαραίνει το στήθος.»
«Μίλα» είπε ο μάγος, «αλάφρωσε την καρδιά σου.»
«Τη νύχτα που σε κάλεσα σε δείπνο και σε ρώτησα για το θάνατό σου, δεν ήθελα να μάθω τίποτα για το μέλλον σου. Σχέδιαζα να σε σκοτώσω ό,τι κι αν μου απαντούσες. Ήθελα ο απρόσμενος θάνατός σου να απομυθοποιούσε τη φήμη σου ως μάντη. Σε μισούσα γιατί όλοι σε αγαπούσαν... Ντρέπομαι τόσο...»
Ο βασιλιάς εισέπνευσε βαθιά και συνέχισε:
«Εκείνη τη νύχτα δεν τόλμησα να σε σκοτώσω, και τώρα που είμαστε φίλοι —παραπάνω από φίλοι· αδελφοί—, με τρομοκρατεί η σκέψη όλων όσα θα είχα χάσει αν το είχα κάνει. Σήμερα αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να συνεχίσω να σου κρύβω την ντροπή μου. Είχα ανάγκη να σου τα πω όλα αυτά για να με συγχωρήσεις ή να με απορρίψεις, αλλά χωρίς απάτες.»
Ο μάγος τον κοίταξε και του είπε:
«Άργησες πολύ μέχρι να μπορέσεις να μου το πεις. Αλλά, όπως και να ’χει, χαίρομαι που το έκανες... Αυτό θα μου επιτρέψει να σου πω ότι το ήξερα ήδη. Όταν μου έκανες εκείνη την ερώτηση και χάιδεψες με το χέρι σου τη λαβή του σπαθιού σου, ήταν τόσο ξεκάθαρη η πρόθεσή σου, που δεν χρειαζόταν να είμαι μάντης για να καταλάβω τι σκεφτόσουν να κάνεις.»
Ο μάγος χαμογέλασε και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του βασιλιά.
«Σαν δίκαιη ανταμοιβή για την ειλικρίνειά σου, οφείλω να σου πω ότι κι εγώ σου είπα ψέματα. Σου ομολογώ ότι επινόησα αυτήν την παράλογη ιστορία για τον θάνατό μου πριν απ’ τον δικό σου, για να σου δώσω ένα μάθημα. Ένα μάθημα που δεν είχες μπορέσει να μάθεις μέχρι σήμερα. Ίσως να είναι το πιο σημαντικό απ’ όσα σου έχω διδάξει.
«Πορευόμαστε στη ζωή απορρίπτοντας με βδελυγμία χαρακτηριστικά των άλλων, ή ακόμα και δικά μας, που θεωρούμε ευτελή, απειλητικά ή άχρηστα... Όμως, αν καθόμασταν λίγο να το σκεφτούμε, θα καταλαβαίναμε πόσο δύσκολο θα μας ήταν να ζήσουμε χωρίς αυτά που πολλές φορές περιφρονούμε.
»0 θάνατός σου, αγαπημένε μου φίλε, θα έρθει ακριβώς την ημέρα του θανάτου σου, κι ούτε ένα λεπτό νωρίτερα. Είναι σημαντικό να ξέρεις ότι εγώ είμαι γέρος, και η δική μου μέρα μάλλον πλησιάζει. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να σκέφτεσαι ότι η δική σου αποχώρηση θα πρέπει να είναι δεμένη με τη δική μου. Είναι οι ζωές μας που συνδέθηκαν, όχι οι θάνατοί μας.»
Ο βασιλιάς και ο μάγος αγκαλιάστηκαν και γιόρτασαν πίνοντας στην εμπιστοσύνη που τους ενέπνεε εκείνη η σχέση που είχαν χτίσει μαζί.
Ο μύθος λέει πως, ανεξήγητα, την ίδια εκείνη νύχτα, ο μάγος... πέθανε στον ύπνο του.
"Ιστορίες να σκεφτείς" του Χόρχε Μπουκάι.
Στο τέλος η αγάπη μετριέται.
Το λαϊκό παραμύθι «Οι τέσσερις εποχές» αφηγείται την ιστορία ενός πατέρα με τέσσερις γιους ο οποίος ήθελε να τους μάθει να μην κρίνουν τα πράγματα επιπόλαια. Με αυτόν τον σκοπό, και έναν έναν, τους έστειλε να επισκεφτούν μια αχλαδιά που βρισκόταν σε αρκετά μεγάλη απόσταση.
Ο πρώτος γιος έφυγε τον χειμώνα, ο δεύτερος την άνοιξη, ο τρίτος το καλοκαίρι και ο τελευταίος γιος το φθινόπωρο.
Όταν επέστρεψε ο τελευταίος από τους γιους του, ο άντρας τους κάλεσε όλους μαζί και τους ζήτησε να περιγράψουν τι έγινε εκεί.
Ο πρώτος γιος είπε ότι το δέντρο ήταν φρικτό, γερμένο και στραβό.
Ο δεύτερος δεν συμφώνησε και ανέφερε πως ήταν καλυμμένο με πράσινα μπουμπούκια και γεμάτο υποσχέσεις.
Ο τρίτος γιος διαφώνησε και δήλωσε ότι ήταν φορτωμένο λουλούδια, ότι είχε πολύ γλυκό άρωμα και ότι φαινόταν πολύ όμορφο, πράγματι, ήταν κατά τη γνώμη του ότι πιο χαριτωμένο δεν είχε δει ποτέ.
Ο τελευταίος από τους γιους διαφοροποιήθηκε από τους προηγούμενους και διαβεβαίωσε ότι η αχλαδιά ήταν ώριμη και μαραινόταν από τόσον καρπό, γεμάτη ζωή και ικανοποίηση.
Τότε ο άντρας εξήγησε στους γιους του ότι όλοι είχαν δίκιο, γιατί είχαν δει μόνο μια φάση της ζωής του δέντρου ο καθένας.
Είπε και στους τέσσερις ότι δεν πρέπει να κρίνουν ένα δέντρο ή έναν άνθρωπο μόνο βλέποντας τον σε κάποια περίοδο της ζωής του. Kαι ότι η ευχαρίστηση, η αγαλλίαση και η αγάπη που έρχεται με τη ζωή, μπορεί να μετρηθεί μόνο στο τέλος, όταν όλες οι εποχές έχουν ήδη περάσει.
Ο Ψύλλος και ο Ελέφαντας
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας ψύλλος που πίστευε πως ήταν ο βασιλιάς του κόσμου. Μια μέρα, αποφάσισε να πάει για κολύμπι στη θάλασσα. Όμως η δυτική ακτή ήταν πολλά χιλιόμετρα μακριά και μόνος του ο ψύλλος μπορούσε να ταξιδέψει μονάχα μερικά εκατοστά τη φορά. Αν ήθελε να φτάσει στην ακτή πριν πεθάνει, θα χρειαζόταν μεταφορικό μέσο.
Κάλεσε, λοιπόν, τον ελέφαντα του. «Έι, Ελέφαντα, πάμε βόλτα!» Ο ελέφαντας του ψύλλου πήγε κοντά του και γονάτισε. O ψύλλος πήδησε πάνω του και δείχνοντας προς τη Δύση, είπε: «Προς τα κει προς την ακτή!»
Όμως ο ελέφαντας δεν πήγε δυτικά. Προτιμούσε να κάνει μια βόλτα στο δάσος προς την Ανατολή και αυτό ακριβώς έκανε. Ο ψύλλος, προς μεγάλη του απελπισία, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα παρά να το υπομείνει και να περάσει τη μέρα δεχόμενος ραπίσματα στο πρόσωπο από φύλλα και κλαδιά.
Την επόμενη μέρα, ο ψύλλος προσπάθησε να πείσει τον ελέφαντα να τον πάει στο φαρμακείο για να αγοράσει αλοιφή για το πρόσωπο του. Αντί γι’ αυτό, όμως, ο ελέφαντας χοροπηδώντας ξεκίνησε για μια μακρινή πορεία προς τα βουνά, τρομοκρατώντας τον κακόμοιρο τον ψύλλο τόσο πολύ, που δεν μπόρεσε να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα. Τελικά ο ψύλλος έμεινε για μέρες στο κρεβάτι, τρομοκρατημένος από εφιάλτες με βροντές σε βουνίσιους δρόμους, βέβαιος πως θα γκρεμοτσακιζόταν, ενώ κάθε πρωί ξυπνούσε λουσμένος στον κρύο ιδρώτα.
Μετά από μία εβδομάδα, ο ψύλλος ένιωσε αρκετά καλά ώστε να αφήσει το κρεβάτι και γνέφοντας στον ελέφαντα να τον πλησιάσει, σκαρφάλωσε πάνω του λέγοντας: «Δεν είμαι καλά. Σε παρακαλώ, πήγαινε με στο γιατρό».
Όμως ο ελέφαντας τράβηξε χαρωπά για τη δυτική ακτή, όπου και πέρασε τη μέρα κολυμπώντας. Ο ψύλλος κόντεψε να πνιγεί.
Εκείνη τη νύχτα, όπως καθόταν δίπλα στη φωτιά προσπαθώντας να ζεσταθεί, ο ψύλλος είχε μια ιδέα. Γύρισε προς τον ελέφαντα και του είπε: «Αύριο… εμ… ποια είναι τα δικά σου σχέδια;»
Πιθανόν να αναρωτιέστε ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα αυτής της ιστορίας. Απλούστατα, αν είστε ένας ψύλλος που πάει καβάλα σε έναν ελέφαντα, πριν κάνετε σχέδια, ίσως θα ήταν προτιμότερο να μάθετε πρώτα τι έχει στο μυαλό του ο ελέφαντας.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό για τη ζωή σας γιατί, στην πραγματικότητα, είστε ένας ψύλλος στην πλάτη ενός ελέφαντα. Ο ψύλλος της ιστορίας αντιπροσωπεύει τον συνειδητό νου σας, στον οποίο περιλαμβάνονται η νόηση και η δύναμη της λογικής, οι φιλοδοξίες και οι προσδοκίες σας, οι ιδέες σας, οι σκέψεις, οι ελπίδες και τα σχέδια σας. Συνοπτικά, όλα όσα νομίζετε πως είστε πραγματικά. Και ο ελέφαντας είναι ο ασυνείδητος νους σας.
0 σχόλια